κωλυσιεργώ

κωλυσιεργώ
(Α κωλυσιεργῶ, -έω) [κωλυσιεργός]
νεοελλ.
1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος
2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου
αρχ.
εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωλυσιεργώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κωλυσιεργώ — παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω την κανονική εξέλιξη των εργασιών συνεδρίου, βουλής κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλυσιεργία — η [κωλυσιεργώ] 1. παρεμβολή εμποδίων στη συντέλεση ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης 2. σκόπιμη παρεμπόδιση τών εργασιών επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”